201803.16
0

ΌΤΑΝ ΤΟ ΔΕΞΙ ΣΟΥ ΧΕΡΙ ΚΛΕΒΕΙ …ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΣΟΥ.

Δεν είναι λίγες οι φορές που μας καταγγέλλονται περιστατικά για κλοπή ή υπεξαίρεση στο χώρο της εργασίας.  Ουκ ολίγες φορές εργοδότες βρίσκονται στην δυσάρεστη θέση να ανακαλύπτουν ότι κάποιος εργαζόμενός τους έχει τελέσει εις βάρος τους κλοπή ή υπεξαίρεση ανάλογα, είτε χρημάτων, είτε αντικειμένων, εργαλείων κτλ. Πέραν δε των περιπτώσεων που έχουμε ξεκάθαρο δόλο αφαίρεσης , δεν λείπουν  και οι περιπτώσεις εργαζομένων που από βαριά αμέλεια έχουν προκαλέσει μεγάλη ζημία στον εργοδότη  (όπως πρόσφατη υπόθεση του γραφείου μας όπου οδηγός πολύ γνωστής εταιρείας ταχυμεταφορών (courier) ενώ έκανε παράδοση δέματος σε όροφο πολυκατοικίας, είχε αφήσει το αυτοκίνητο της εταιρείας γεμάτο εμπορεύματα προς παράδοση, ξεκλείδωτο και μάλιστα με το κλειδί επάνω στην μηχανή ! Άμεσο αποτέλεσμα αυτού ήταν να κλαπεί το ΙΧΕ μαζί με όλο το ξένο εμπόρευμα ! Εύκολα μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι ενδεχομένως και να το είχε σχεδιάσει !  Στις περιπτώσεις αυτές ο Νόμος δεν επιφυλάσσει κάποια ιδιαίτερη μεταχείριση και πρόνοια για τον εργοδότη, που πέραν της περιουσιακής του ζημίας, έχει πληγεί και η φήμη του στην αγορά. Εκτός του ότι θα απολύσει τον εργαζόμενο αυτόν  για σπουδαίο λόγο χωρίς να υποχρεωθεί στην  καταβολή  αποζημίωσης, περαιτέρω, για την αποκατάσταση της βλάβης του  θα πρέπει να κινηθεί δικαστικώς σε αστικό και σε ποινικό παράλληλα επίπεδο.  Τα χρήματα δε που θα δικαιούται να εισπράξει, όταν ευδοκιμήσει η αγωγή του,  ως αποκατάσταση της ζημίας του και ως αποζημίωση, είναι άδηλο αν θα τα εισπράξει ποτέ,  σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να δαπανήσει χρόνο και χρήματα.   Ακόμα και σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων να κινηθεί  ενδέχεται να μην πετύχει και πολλά, αν ο συγκεκριμένος υπάλληλος ή εργάτης του δεν έχει περιουσιακά στοιχεία, ή ξαναπιάσει εργασία αλλά χωρίς εμφανή αμοιβή !!

Διότι η εργατική Νομοθεσία «ευνοεί» τρόπον τινά σε ορισμένα σημεία τον εργαζόμενο, θεωρώντας τον το αδύναμο μέρος μιας σύμβασης εργασίας, ωστόσο ουδόλως προνοεί και για τους πραγματικά «αδύναμους»  και στο έλεος  παραβατικών εργαζομένων, εργοδότες. Π.χ. μετά και τις τροποποιήσεις του Νόμου  4488/2017  που ψηφίστηκε την 7.9.2017 ( για τον οποίο έχω κάνει λόγο σε προγενέστερο άρθρο μου)  ο εργαζόμενος που του οφείλονται αποδοχές μπορεί, όλως δικαίως και ορθώς κατά την άποψή μου,   να εκδώσει υπό προϋποθέσεις Διαταγή Πληρωμής κατά του εργοδότη.  Ο εργοδότης όμως που αποδεδειγμένα (π.χ. κάμερες ακόμα και ομολογία ) έχει αξίωση κατά του παραβατικού εργαζόμενου δεν μπορεί να του βγάλει Διαταγή Πληρωμής, αλλά θα πρέπει να υποστεί την χρονοβόρα διαδικασία της αγωγής σε 1ο και 2ο Βαθμό εκδίκασης! Περαιτέρω ο ίδιος εργαζόμενος που τέλεσε κλοπή ή υπεξαίρεση εις βάρος εργοδότη, εύκολα θα πιάσει κάπου αλλού εργασία και κάποιος άλλος εργοδότης θα τον εμπιστευτεί …, με ότι αυτό θα επιφέρει.   Αν όμως τηρούνταν στις κατά τόπου Επιθεωρήσεις Εργασίας ηλεκτρονικό αρχείο παραβατικών μισθωτών , τουλάχιστον για αδικήματα κατά της περιουσίας, εύκολα θα γινόταν έλεγχος και διασταύρωση, ενώ αυτό θα λειτουργούσε και προληπτικά ακόμα και για τον εργαζόμενο  που έχει μια ροπή προς πλημμεληματική συμπεριφορά.

Φυσικά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι στον αντίποδα αυτών δεν είναι και λίγες οι φορές που εργαζόμενοι ‘’στοχοποιούνται’’, κατηγορούνται ότι δήθεν τέλεσαν κλοπή η υπεξαίρεση στην εργασία τους,  με αποτέλεσμα   η σύμβαση τους να καταγγέλλεται ευθύς και δη αζημίως για τον εργοδότη! Αυτός είναι ένας άλλος δικαστικός αγώνας από την ανάποδη πλευρά, για τον οποίο αξίζει να γίνει λόγος σε έτερη φορά, μιας και είναι πλείστα τα παραδείγματα.

Όπως και να’ χει το αδίκημα της κλοπής ή της υπεξαίρεσης στην εργασία έχει ιδιαίτερη απαξία, δοθέντος ότι από την ίδια τη σύμβαση εργασίας τίθεται ένα καθεστώς  εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών, η οποία όταν προδίδεται τόσο κατάφωρα από τον εργαζόμενο , το ίδιο κατάφωρα και άμεσα θα πρέπει και να τιμωρείται.

Αλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η ‘’ατιμωρησία’’ έχει γίνει από μόνη της ένα ιδιώνυμο έγκλημα σε αυτή τη χώρα!

                                                                                                  Ελευσίνα, την 16.03.2018

Η συντάξασα Δικηγόρος  

Δήμητρα Δημ. Κοκκινιώτη