«Τα ακανθώδη ζητήματα που ανακύπτουν από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό»
Χρηματική κατάθεση σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι . Η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ ΝΔ 118/1973, περί κοινού λογαριασμού, αλλά και βάσει των διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί ελευθερίας των συμβάσεων, επί των καταθέσεων αυτών δύναται να τεθούν από τους δικαιούχους ή και τον /τους καταθέτες των χρημάτων ειδικότεροι όροι όπως α) τι θα γίνεται με το υπόλοιπο του λογαριασμού στην περίπτωση θανάτου ενός εκ των δικαιούχων ή β) σε περίπτωση θέσεώς του σε δικαστική συμπαράσταση, όπως και γ) ποια θα είναι η αναλογία των χρημάτων μεταξύ των δικαιούχων εν ζωή. Στην πράξη να πω ότι σπάνια αυτό γίνεται, συνήθως διότι οι καταθέτες δεν το γνωρίζουν και αρκούνται απλά στην χορήγηση από την τράπεζα ενός βιβλιαρίου καταθέσεων ή /και μιας κάρτας που αναγράφει τας στοιχεία τους και τον αριθμό λογαριασμού. Έτσι βάσει αυτών και σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές – καταθέτες των χρημάτων έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από την μεταξύ τους – εσωτερική σχέση. (ΑΠ 1128/2017)
Ι. Ένα σύνηθες πρόβλημα που προκύπτει σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό είναι όταν εν αγνοία του άλλου/άλλων δικαιούχου/ ων ένας κάνει ανάληψη ολόκληρου του ποσού του κοινού λογαριασμού. (π.χ. ο ένας σύζυγος έναντι του άλλου/ ο αδερφός έναντι των άλλων αδερφών, ο/η υιός / κόρη έναντι των γονέων κτλ). Στην περίπτωση αυτή, σε συνδυασμό και με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αποσβέννυται μεν έναντι του τραπεζικού ιδρύματος η απαίτηση και ως προς τον άλλο/τους άλλους, που δεν έλαβαν τα χρήματα(δηλ. πιο απλά η τράπεζα δεν οφείλει κανένα ποσό στους υπόλοιπους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού),οι οποίοι αποκτούν αυτομάτως εκ του νόμου, ανταπαίτηση – δικαίωμα αναγωγής έναντι αυτού που ανέλαβε το ποσό , για καταβολή σε αυτούς ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, αν ήταν δύο οι συνδικαιούχοι, ή ανάλογο ποσοστό αν ήταν τρείς , ή τέσσερις κ.ο.κ.. Θα πρέπει όμως να αποδείξει/ξουν την αναλογία του/τους στα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση . Αυτό αν δεν υφίσταται κατά τα προαναφερόμενα ειδικός όρος στην σύβαση του κοινού λογαριασμού είναι ιδιαίτερα δυσχερές Δεν αποκλείεται πάντως η εσωτερική σχέση των συνδικαιούχων να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ τους(ΑΠ 540/1998). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 Α.Κ., η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων . Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη. (ΑΠ 1001/2012).
Εξάλλου, να τονιστεί ότι εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ’ επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους και με τι ποσοστό (ΑΠ 529/2015). Αυτό αφορά το αστικό κομμάτι και σε μια τέτοια περίπτωση τον λόγο θα έχουν τα Δικαστήρια.
ΙΙ. Σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες σε κοινό λογαριασμό, δε χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα.
Έτσι ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ’ αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Διαφορετικά είναι τα πράγματα όμως εάν στη σύβαση του κοινού λογαριασμού έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, ΄΄σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον’’ όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος.
ΙΙΙ.Τέλος μείζον είναι και το ζήτημα της κατάσχεσης κοινού τραπεζικού λογαριασμού που είναι κοινός και οφειλέτης είναι ο ένας εκ των συνδικαιούχων. Καταρχήν προστατεύονται ως ακατάσχετες έναντι του Δημοσίου μόνο οι καταθέσεις του ενός και μοναδικού δηλωθέντος ως ακατάσχετου λογαριασμού και μέχρι του ύψους των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως, ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτών (δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν αφορούν ποσά μισθοδοσίας, σύνταξης ή περιοδικά καταβαλλόμενου ασφαλιστικού βοηθήματος), προκειμένου κάθε φυσικό πρόσωπο να διασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, ακόμη και αν ο μισθός/σύνταξη του είναι κατώτερος/η αυτού.
Με το άρθρο 4 του ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό», τον οποίο εφαρμόζουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα, σε περίπτωση κατάσχεσης κοινού λογαριασμού, τεκμαίρεται αμάχητα έναντι του κατασχόντος ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη και επομένως η κατάσχεση εκτείνεται μόνο στο μερίδιο που ανήκει στον καθού η κατάσχεση- οφειλέτη και όχι σε όλο τον λογαριασμό.
Ελευσίνα, την 20.07.2018
Η συντάξασα Δικηγόρος
Δήμητρα Δημ. Κοκκινιώτη