Η αλλαγή φύλου, εξ επόψεως αστικού δικαίου
Το ζήτημα της αλλαγής φύλου θέτει και πάλι επί τάπητος την προβληματική του δικαιώματος στην προσωπικότητα, και δη όχι στην διατήρηση της, αλλά στην μεταβολή της. Επιμέρους δικαίωμα του καθολικού δικαιώματος την προσωπικότητα που στηρίζεται στα άρθρα 2,5 του Συντάγματος και 57 του Αστικού Κώδικα, είναι και αυτό του (γενετήσιου ) σεξουαλικού αυτοκαθορισμού . Στο πλαίσιο αυτό τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο , το ΔΕΚ, το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, αλλά και ο Έλληνας Νομοθέτης στο άρθρ0 14 §1 ν. 344/ 1976 έχουν αναγνωρίσει την ελευθερία του προσώπου να αλλάξει το φύλο του. Πράγματι ήδη από το α976, το άρθρο 14 του ως άνω Νόμου ρυθμίζει την αλλαγή αυτή, προβλέπει μάλιστα δήλωση μέσα σε ένα μήνα : «καταχωρίζονται μεταβολές λόγω … αλλαγής φύλου». Ωστόσο προς την μεταβολή αυτή συνέχεται πλήθος τόσο κοινωνικών, όσο και νομικών αμφισβητήσεων, κινουμένων χώρο του αστικού δικαίου.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι για την επέλευση της νομικής μεταβολής του φύλου ο νομοθέτης προαπαιτεί δήλωση βουλήσεως του διεμφυλικού και μόνον. Έτσι τόσο το γράμμα του νόμου, που κάνει λόγο για δήλωση αλλαγής της αστικής κατάστασης, όσο και το προαναφερθέν δικαίωμα του γενετήσιου αυτοπροσδιορισμού και της ελεύθερης αυτοδιάθεσης δικαιολογεί την ιδέα ότι πρόκειται για δικαιοπραξία, δηλαδή πρόκειται για μια δήλωση βουλήσεως την οποία την κάνει ο ενδιαφερόμενος και κατευθύνεται σ’ αυτό το έννομο αποτέλεσμα, την μεταβολή του φύλου. Η εν λόγω δήλωση βουλήσεως προαπαιτεί πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα σύμφωνα με το άρ. 130 Αστικού Κώδικα και επόμενα , ήτοι μεταξύ άλλων και συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας. Ως εκ του αυστηρώς προσωποπαγούς χαρακτήρος της δε, είναι ανεπίδεκτη αντιπροσωπεύσεως, εκούσιας ή νόμιμης.
Στην ελληνική νομική πράξη η καταχώριση της αλλαγής φύλου στο ληξιαρχείο επιδιώκεται μετά από δικαστική απόφαση και επιταγή προς συμμόρφωση του ληξιάρχου κατά το άρ. 782 του ΚΠολΔ 782, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, στο ιστορικό της οποίας ο αιτών επικαλείται συνήθως την λεγόμενη «δυσφορία φύλου» που ένιωθε μέχρι τότε, καθώς και ιατρικές πράξεις, ήτοι σχετική χειρουργική επέμβαση και ορμονοθεραπεία. Τα γεγονότα αυτά πείθουν το δικαστήριο να διατάξει το ληξίαρχο να προβεί στην μεταβολή, καθώς μάλιστα ο τελευταίος δεν επρόκειτο να αποδεχθεί ένα τέτοιο σοβαρό αίτημα χωρίς δικαστική παραγγελία προς τούτο.
Ωστόσο αναρωτιέται κανείς είναι δίκαιο να υποβάλλεται κάποιος στα έξοδα αλλά και την βάσανο μιας χειρουργικής ανάλογης επέμβασης (συνήθως ακρωτηριασμού) ή επώδυνης ορμονοθεραπείας προκειμένου να προβεί σε μία τέτοια αλλαγή ή θα αρκούσε η πραγματική βούλησή του ως διεμφυλικού , εξωτερικευμένη στον κοινωνικό του περίγυρό, ως πτυχή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσής ? Απ’ την άλλη βέβαια υπάρχει και ο αντίλογος, όπου μεταξύ άλλων γεννάται το ερώτημα αν θα ήταν ανεκτό από την δημόσια τάξη να αλλάζει κανείς ελεύθερα, επ’ άπειρον φύλο, το συνακόλουθο όνομά του, και εν γένει δε την ταυτότητά το, με ό, τι συνέπειες αυτό δύναται να γεννήσει, σε επίπεδο διαπροσωπικό, επαγγελματικό, ακόμα και ποινικό!
Στο πνεύμα αυτό θα αναφερθώ στην πρόσφατη υπ ’αριθμόν 418/2017 Απόφαση του ΕιρΑθ 418/2016 η οποία έκανε δεκτή αίτηση του αιτούντος να βεβαιωθεί ως θήλυ, έχοντας υποβληθεί μόνο σε ορμονοθεραπεία και όχι και σε χειρουργική αλλαγή φύλου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η χειρουργική αλλαγή φύλου με αφαίρεση των γεννητικών οργάνων από άρρεν σε θήλυ και αντίστροφα, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση της αλλαγής φύλου στα διεμφυλικά άτομα, είναι υπερβολική απαίτηση και πρακτική και παραβιάζει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 2 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Η εν λόγω απόφαση μένει να αποτελέσει προπομπό πολλών άλλων , ομοειδών, καθώς φαίνεται να παγιώνεται πλέον στη νομολογία μας η θέση ότι για τη νομική αναγνώριση του επαναπροσδιορισμού φύλου δεν απαιτείται η υποβολή του αιτούντος αυτή προσώπου σε χειρουργική επέμβαση και με υποχρεωτική στείρωση. Κι όλα αυτά πριν καταστεί Νόμος του Κράτους το επίμαχο άρθρο για την αλλαγή φύλου και δη ήδη από την ηλικία των 15 ετών ! Στο σημείο αυτό και προς το παρόν, η υπογράφουσα θα αρκεστώ να τονίσω την προσωπική και νομική μου θέση, ότι ένα παιδί – έφηβος στην ηλικία των 15, των 16 κτλ. ετών, μην έχοντα πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα που θα του επέτρεπε να μετέλθει στο όνομά του άλλες νομικές πράξεις, δεν είναι ορθό ούτε και σκόπιμο να του παρέχεται ένα τέτοιο δικαίωμα, ακόμα και αν χρήζει της γονική άδειας και της γνωμοδότησης ιατρών. Εκτός του ότι σε περίπτωση διάστασης και διαζυγίου των γονέων αυτό δεν θα είναι ευχερές ή δυνατό, χωρίς ειδική δικαστική απόφαση, περαιτέρω δεν μπορεί οι γονείς, που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν έτερα θέματα με τα οποία καλούνται να συμφιλιωθούν και να διαχειριστούν αναφορικά με το παιδί τους να καλούνται και έμμεσα να υποχρεώνονται, μέσω νομοθετικής πρόβλεψης, να συναινέσουν. Το δε παιδί αυτής της ηλικίας, άς νιώθει ελεύθερο να αυτοκαθορίζεται καθώς ενηλικιώνεται , χωρίς να υποβάλλεται σε ψυχιατρικές γνωμοδοτήσεις ! όποια και αν είναι η σεξουαλική του κατεύθυνση, ή όπως τυχόν διαμορφωθεί μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, δεν παύσει να είναι παιδί που αντί για τους ψυχιάτρους πρέπει να αφιερώνεται στην μελέτη του, στους φίλους του , στις δραστηριότητές του !!