Η Αδικία Των Δίκαιων Προστίμων
Κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας το πολυαναμενόμενονομικό ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη του επιβληθέντος στον εργοδότη προστίμου των 10.500 ευρώ για τη αδήλωτη εργασία. Για το ζήτημα αυτό που συνιστά θέμα «γενικοτέρου ενδιαφέροντος» που έχει συνέπειες σε ευρύ κύκλο προσώπων και για το οποίο, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Λαμίας επιλαμβανόμενο προσφυγήςεργοδότη με αίτημα την ακύρωση του προστίμου, είχε απευθύνει στο ΣτΕ προδικαστικά ερωτήματα, προκειμένου να κρίνει επί της προσφυγής . Έτσι το εν λόγω ανώτατο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 2151/2017 (Δ Τμήμα ) Απόφασή του έκρινε ότι εν ολίγοις ότι είναι νόμιμο το κατά τα άλλα εξοντωτικό πρόστιμο των 10.500 Ε !
Πιο αναλυτικά, με ορισμένες διατάξεις του ν. 3996/2011 «Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις») . προβλέποντο , μεταξύ άλλων, πρόστιμα για περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας καθώς τη διαδικασία επιβολής τους. Επίσης, στα αρ. 24 παρ. 4 ορίζονταν η έννοια των ευθέως αποδεικνυόμενων παραβάσεων, με παράθεση καταλόγου και παρέχονταν εξουσιοδότηση έκδοσης απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, η συμπλήρωση των παραβάσεων όσο και η εισαγωγή εξαιρέσεων από αυτή. Επίσης, παρέχονταν εξουσιοδότηση στον ίδιο Υπουργό για έκδοση απόφασης με την οποία κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις, καθορίζεται και ανακαθορίζεται το ύψος του προστίμου σε περίπτωση παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας. Σε εκτέλεση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων εκδόθηκε η 27397/122/19.8.2013 κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Υπουργική (ΚΥΑ) στην οποία, μεταξύ άλλων, προβλέφθηκε ότι η μη αναγραφή εργαζομένου άνω των 25 ετών στον τηρούμενο από τον εργοδότη πίνακα προσωπικού αποτελεί ευθεία παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο κατά δεσμία αρμοδιότητα, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 10.549,44 ευρώ (το 18πλάσιο του κατώτατου μισθού). Ως προς τα προδικαστικά ερωτήματα που του ετέθησαν, άπαντα αμιγώς νομικοτεχνικά), το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, μεταξύ άλλων , εν συντομία ότι :
α) Προκειμένου να χαρακτηρισθεί από τον κανονιστικό νομοθέτη μία παράβαση της εργατικής νομοθεσίας ως «ευθέως αποδεικνυόμενη» , αρκεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα της τυπικής παράβασης, αρκεί, δηλαδή, η εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απλή διαπίστωση των αντικειμενικών στοιχείων κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου.
β) το ύψος του προστίμου δεν αντίκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητος. Και τούτο διότι:
i. έχει υπαγορευθεί από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας
ii. με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται κύρωση προδήλως απρόσφορη, ούτε η προβλεπόμενη κύρωση υπερακοντίζει τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο αποβλέπει να εξυπηρετήσει, δεδομένου ότι με το σοβαρό ύψος του προβλεπόμενου προστίμου επιδιώκεται τόσο ο αυστηρός κολασμός του συγκεκριμένου παραβάτη, όσο και η αποτροπή της παράνομης πρακτικής της αδήλωτης εργασίας από τους λοιπούς εργοδότες, ενώ το ύψος του προστίμου δεν δύναται, να θεωρηθεί ως προδήλως δυσανάλογο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
iii. το ύψος του εν λόγω προστίμου ευλόγως συναρτάται με το υψηλό ποσοστό στο οποίο, έχει ανέλθει η αδήλωτη εργασία, ο δε αριθμός των 18 μηνών που τίθεται ως πολλαπλασιαστής για τον προσδιορισμό του και κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, η οποία δεν αμφισβητείται, αποτελεί τον χρόνο που οι εργαζόμενοι απασχολούνται, κατά μέσο όρο, χωρίς να έχουν δηλωθεί … .
Ωστόσο αξιοσημείωτη είναι η άποψη της μειοψηφίας σύμφωνα με την οποία :
Η επιβολή του προστίμου αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού της καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας. Αντίκειται όμως στην αρχή της εν στενή εννοίας αναλογικότητος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνεπειών της επιβολής του προστίμου σε μικρές επιχειρήσεις, δοθέντος μάλιστα ότι η επιλογή 18 μηνών εργασίας, ως στοιχείου υπολογισμού του προστίμου, δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και παρίσταται, ως εκ τούτου, αυθαίρετη.
Τα ως άνω αποτελούν πυλώνα για πλείστες ανάλογες υποθέσεις – προσφυγές που εκκρεμούν ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων της χώρας. Δυστυχώς η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την νομική άποψη της γράφουσας δεν έλαβε υπόψιν , κατά την ερμηνεία και αποσαφήνιση ενταύθα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας τουλάχιστον, ότι η επιβολή ενός τέτοιου προστίμου και μάλιστα μονομερώς στον εργοδότη , χωρίς ο εργαζόμενος που με την θέλησή του εργαζόταν ως ανασφάλιστος και ενδεχομένως απασχολούνταν ως ασφαλισμένος και σε άλλη παράλληλα εργασία, οδηγεί την επιχείρηση σε «λουκέτο», τον εργοδότη σε στάση πληρωμών έτερων οφειλών του , σε δέσμευση των λογαριασμών του και πλείστα έτερα συνακόλουθα προβλήματα που μόνο την ανεργία και την αδήλωτη εργασία δεν πατάσσουν!