«ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ»
Σημαντικός και καίριος θεσμός κατά την διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αποτελεί το λεγόμενο τεκμήριο της ωφέλειας του παρόδιου ιδιοκτήτη- αλλιώς ΑΥΤΟαποζημίωση (άρ. 1 παρ. 1 ,3 του Ν. 653/1077). Οι διατάξεις αυτές εισήγαγαν κατά αμάχητο κιόλας τεκμήριο αρχικώς και για πολλά έτη μετά, την υποχρέωση ουσιαστικά του ιδιοκτήτη του ακινήτου που απαλλοτριώνεται (π.χ. για διάνοιξη δρόμου, εθνικής οδού κτλ) και που αποκτούσε πρόσοψη επί των διανοιγόμενων εθνικών οδών, να απέχει από την αποζημίωση όλου ή μεγάλου μέρους του απαλλοτριούμενου, με το σκεπτικό ότι το ακίνητό του αποκτά ωφέλεια και όχι ζημία!
Μάλιστα η ισχύς του τεκμηρίου αυτού και των σχετικών διατάξεων επεκτάθηκε με το άρθρο 62 παρ. 9 και 10 του Ν. 947/1979 και στις νέες χαράξεις και διαπλατύνσεις των εθνικών οδών και στους επαρχιακούς και δημοτικούς δρόμους. Αυτά δεχόταν παγίως και επι δεκαετίες η ελληνική νομολογία, τονίζοντας δε, ότι αυτό δεν προσκρούει στο άρθρο 17 του Συντάγματος (προστασία της ιδιοκτησίας).
Αρκετά αργότερα και από ανάγκη συμμόρφωσης της χώρας μας προς τις αντίθετες με τα άνω Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η άκαμπτη και άδικη αυτή τάση της νομολογίας, που έβαινε σε βάρος των ιδιοκτητών και της περιουσίας τους , που μέρος αυτής ‘’έχαναν’’ πρακτικά, εγκαταλείφθηκε, ως αντίθετη στο άρθρο 1 του Πρώτου (Πρόσθετου) Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία μετά την επικύρωσή της με το Ν.Δ/γμα 53/1974, αποτελεί εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύει από κάθε άλλη διάταξη του εσωτερικού δικαίου, άρα και της προαναφερόμενης διάταξης του Ν. 653/1977.
Ωστόσο το τεκμήριο αυτό (δηλαδή ότι ο παρόδιος ιδιοκτήτης επωφελείται από την διάνοιξη, διαπλάτυνση δρόμου κτλ, ώστε δεν δικαιούται χρηματική αποζημίωση από το Δημόσιο για την επιφάνεια του ακινήτου του που απαλλοτριώνεται) δεν καταργήθηκε, αλλά εξακολουθεί να ισχύει πλέον ως μαχητό. Αυτό στην πράξη συνεπάγεται ότι ο ισχυριζόμενος ότι το απομένον εκτός απαλλοτρίωσης τμήμα του ακινήτου του δεν ωφελείται, αλλά αντιθέτως ζημιώνεται από την απαλλοτρίωση, πρέπει μέσω της δικαστικής οδού να αποδείξει το αντίθετο της τεκμαιρόμενης ωφέλειας, δηλαδή την επικαλούμενη ζημία του, ανατρέποντας ωσαύτως το μαχητό πια αυτό τεκμήριο. Με τον τρόπο αυτό θα καταφέρει να αποζημιωθεί και για την αυτοαποζημιούμενη έκταση αυτού (δηλαδή την έκταση του ακινήτου του που το Δημόσιο αφήνει εκτός αποζημίωσης, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις τυγχάνει να είναι και όλο το απαλλοτριωθέν τμήμα) και να ζητήσει τον καθορισμό οριστικής μονάδος αποζημίωσης και γι’ αυτήν, όπως ρητά ρυθμίζεται πλέον και από το άρθρο 33 του Ν. 2971/2001.
Σαφώς μία τέτοια αγωγή και αποδεικτική διαδικασία, ούτως ώστε ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επιδιώξει τη δικαστική ανατροπή του τεκμηρίου χρήζει ενδελεχούς εργασίας, συνεργασία νομικού με μηχανολόγο, μηχανικό, οικονομολόγο της εκάστοτε επιχείρησης (αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο), χρήση ανάλογα συγκριτικών στοιχείων , να διερευνάται και αναλόγως να αποδεικνύεται η δυνατότητα πρόσβασης του ακινήτου στο έργο ή στα έργα που περιλαμβάνονται στη ζώνη της απαλλοτρίωσης, η δημιουργία επιπτώσεων στις χρήσεις του ακινήτου και η αρτιότητα και η οικοδομησιμότητά του σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις κ.α. Μάλιστα ο νομοθέτης ορίζει προς τον σκοπό αυτόν, ιδιαίτερα σύντομες προθεσμίες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανατροπής του τεκμηρίου και κατ` επέκταση για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Εξυπηρετείται, έτσι, τόσο το συμφέρον του υπόχρεου προς αποζημίωση, προκειμένου αυτός να έχει σε εύλογο χρόνο σαφή και οριστική αντίληψη του μεγέθους των υποχρεώσεών του, όσο και το δημόσιο συμφέρον, προκειμένου με τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης να καταστεί δυνατή η εκτέλεση του έργου που αυτή αφορά.
Ελευσίνα, την 17.09.2018
Η συντάξασα Δικηγόρος
Δήμητρα Δημ. Κοκκινιώτη